11 Σεπτεμβρίου 2014

Αμφίπολη


Βρετανοί στρατιώτες με αρχαία ελληνικά κρανία που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής των τάφρων και πιρόγες στην Αμφίπολη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916.

Αμφίπολη στον χάρτη: Ελλάδα

Η Αμφίπολη ήταν αρχαία πόλη χτισμένη στην ανατολική Μακεδονία, στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, στη θέση πόλης που παλαιότερα ονομαζόταν "Εννέα Οδοί" ή πολύ κοντά σε αυτήν. Η Αμφίπολη ιδρύθηκε από Αθηναίους το 437 π.Χ. με στόχο τον έλεγχο των μεταλλείων της Θράκης, αλλά πέρασε στα χέρια των Σπαρτιατών κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης τουΠελοποννησιακού πολέμου, την περίοδο 431-421 π.Χ. Η Νικίειος Ειρήνη το 422 π.Χ. προέβλεπε να αποδοθεί στους Αθηναίους η Αμφίπολη, μια υπόσχεση που δεν υλοποιήθηκε. Στη συνέχεια η Αμφίπολη έμεινε στην επιρροή των Σπαρτιατών. Μια τελευταία προσπάθεια ανάκτησή της από τους Αθηναίους το 358 π.Χ. απέτυχε και τον επόμενο χρόνο καταλήφθηκε από τον Φίλιππο, τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έγινε μέρος του Βασιλείου των Μακεδόνων. Με την πτώση του Μακεδονικού Βασιλείου από τους Ρωμαίους η Αμφίπολη έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Από την πόλη διερχόταν η περίφημη Εγνατία οδός. Στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια είχε σημαντική οικονομική ανάπτυξη κάτι που μαρτυρούν και εντυπωσιακές σε μέγεθος και διακόσμηση εκκλησίες της πόλης του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ. Μετά τις επιδρομές των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. η Αμφίπολη ερήμωσε σταδιακά για να εγκαταλειφθεί εντελώς τον 8ο αιώνα όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν στην κοντινή παραθαλάσσια πόληΗιώνα, που είχε μετονομαστεί από τους Βυζαντινούς σε Χρυσόπολη. Σήμερα στην περιοχή είναι χτισμένος ο ομώνυμος σύγχρονος οικισμός, που βρίσκεται περίπου 60 χλμ. νοτιοανατολικά των Σερρών.

Η Αμφίπολη που ιδρύθηκε παρά των Μακεδόνων Ηδονών, κατακτήθηκε το 430 π.Χ. από τους Αθηναίους από τον στρατηγό Άγνωνα. Το 422 π.Χ. περιήλθε στην Σπάρτη μετά σφοδρή μάχη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών κατά την οποία σκοτώθηκε και ο αρχηγός των Σπαρτιατών Βρασίδας και ο αντίπαλός του στρατηγός των Αθηναίων Κλέων ο δημαγωγός. Ανακτήθηκε από τους Αθηναίους με τη συνθήκη του Νικιείου παραμένοντας ουσιαστικά ελεύθερη μέχρι το 357 π.Χ. που καταλήφθηκε από τον Φίλιππο τον Β΄, της Μακεδονίας. Εξακολούθησε να είναι σημαίνουσα πόλη της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής αυτοκρατορίας που παρήκμασε ιστορικά ακόμα και φυσικά κατά τον μεσαίωνα.
Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει ερείπια ανθρώπινης εγκατάστασης που χρονολογούνται γύρω στο 3.000 π.Χ. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης η περιοχή είχε οχυρωθεί από πολύ νωρίς Το 480 π.Χ. ο Ξέρξης περνώντας από την περιοχή έθαψε ζωντανούς εννέα νεαρούς άντρες και εννέα παρθένες ως θυσία σε ποτάμιο θεό. Ένα χρόνο μετά στην Αμφίπολη ο βασιλιάς της ΜακεδονίαςΑλέξανδρος Α΄ νίκησε τα υπολείμματα του στρατού του Ξέρξη.
ον 5ο αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι επιχείρησαν να αποικίσουν την περιοχή που είχε άμεση πρόσβαση σε σημαντικές πρώτες ύλες, όπως ο χρυσός και ο άργυρος του Παγγαίου και τα πυκνά δάση της περιοχής -τα τελευταία ενδιέφεραν του Αθηναίους για την ξυλεία τους. Η πρώτη απόπειρα της Αθήνας, το 465 π.Χ., να αποικήσει την περιοχή απέτυχε. Θράκες πελταστές συνέτριψαν στον Δραβήσκο την οπλιτική φάλαγγα 2.500-3.000 Αθηναίων αποίκων της πόλης των Εννέα Οδών, οι οποίοι προχωρούσαν στη θρακική ενδοχώρα με σκοπό την κατάληψη των προσοδοφόρων χρυσωρυχείων της.. Η Αθήνα επανήλθε την εποχή του Περικλή, το 437 π.Χ., ιδρύοντας την Αμφίπολη. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη η πόλη ονομάστηκε έτσι επειδή ο ποταμός Στρυμόνας ρέει γύρω από την πόλη περιβάλλοντάς την, αλλά για την ετυμολογία υπάρχουν και άλλες θεωρίες.
Στην συνέχεια η Αμφίπολη έγινε η κύρια βάση των Αθηναίων στην Θράκη και στόχος των Σπαρτιατών. Κατά την διάρκεια τουΠελοποννησιακού πολέμου οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν την πόλη. Για την σωτηρία της πόλης στάλθηκε από τους Αθηναίους μία αποστολή υπό την ηγεσία του Θουκυδίδη (του μετέπειτα ιστορικού). Η αποστολή απέτυχε, γεγονός που οδήγησε τον Θουκυδίδη στην εξορία. Στην συνέχεια στάλθηκε ο Κλέων ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Αμφίπολης, μίας σφοδρής σύγκρουσης στην οποία βρήκε τον θάνατο και ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας]. Με την Ειρήνη του Νικία ή Νίκειο ειρήνη, η Σπάρτη δεσμευόταν να αποδώσει την Αμφίπολη στην Αθήνα, κάτι που δεν έγινε και αποτέλεσε σημείο νέων τριβών και ένα από τα θέματα που στάθηκαν αιτία να παραβιαστεί η ειρήνη και να ξαναρχίσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.
Οι Αθηναίοι δεν κατάφεραν να ανακαταλάβουν την πόλη ξανά παρά τις πολλές απόπειρες που έκαναν τα επόμενα χρόνια. Τελευταία ήταν το 358 π.Χ., η οποία δεν είχε αίσια έκβαση γι’ αυτούς και έναν χρόνο μετά η πόλη καταλήφθηκε από τον Φίλιππο και έγινε μέρος του Βασιλείου των Μακεδόνων. Ο Φίλιππος φρόντισε να μεταφέρει εκεί μεγάλο αριθμό υπηκόων του για να αλλάξει τη σύσταση του πληθυσμού προς όφελός του. Την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Αμφίπολη και το επίνειό της στο Αιγαίο είχαν εξελιχθεί σε πολύ σημαντική ναυτική βάση των Μακεδόνων, και γενέτειρα τριών σημαντικών ναυάρχων, του Νέαρχου, του Ανδροσθένη και του Λαομέδοντα. Από εκεί ξεκίνησε και ο στόλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την Ασία. Στην ελληνιστική εποχή, άποικοι από την πόλη ίδρυσαν -με προτροπή του Σελεύκου- μια ομώνυμη πόλη στις όχθες του Ευφράτη, επί της παλαιοτέρας αραμαϊκής Θαψάκου.
Με την πτώση του Μακεδονικού Βασιλείου από τους Ρωμαίους η Αμφίπολη έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πόλη ορίστηκε πρωτεύουσα μίας από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες στις οποία χώρισαν οι Ρωμαίοι την Μακεδονία, τις επονομαζόμενες μερίδες. Η μερίδα της Αμφίπολης στην συνέχεια ενσωματώθηκε στην επαρχία της Θράκης. Από την πόλη διερχόταν η περίφημη Εγνατία οδός.
Τα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας η Αμφίπολη ευνοήθηκε από την οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας, κάτι που μαρτυρούν και οι πολλές εκκλησίες της πόλης. Στην Αμφίπολη ανασκάφτηκαν εντυπωσιακές σε μέγεθος και διακόσμηση εκκλησίες του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ. Μετά τις επιδρομές των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. η Αμφίπολη ερήμωσε σταδιακά για να εγκαταλειφθεί εντελώς τον 8ο αιώνα όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν στην κοντινή παραθαλάσσια πόλη Ηιώνα (Ἠϊών), που πλέον είχε μετονομαστεί από τους Βυζαντινούς σε Χρυσόπολη.
Κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, Έλληνες στρατιώτες της Ι και ΙΙΙ μεραρχίας, παρατήρησαν την ύπαρξη μαρμάρων μέσα σε θάμνους της δυτικής όχθης του ποταμού Στρυμώνα. Γίνανε τότε, το 1913, ανασκαφές από Έλληνες αρχαιολόγους, οι οποίες έφεραν στο φως την μετέπειτα αναγνωρισθείσα βάση του μεγάλου μαρμάρινου λέοντος. Αργότερα, κατά την εκτέλεση των έργων αποξήρανσης του Στρυμόνα από την εταιρεία Μονξ-Γιούλεν, αποκαλύφθηκαν στις εκβολές του Στρυμόνα ερείπια αρχαίας γέφυρας και βρέθηκαν μέσα σε λάσπη του ποταμού τεράστια τεμάχια του μαρμάρινου λέοντος.Παρά ταύτα, χάριν της πρωτοβουλίας του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Λίνκολν ΜακΒη, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη συμπληρωματική ενίσχυση του ελληνικού κράτους, αναστηλώθηκε ο Λέων της Αμφίπολης.
Στην περιοχή έχουν βρεθεί πολλές επιτύμβιες στήλες, αναθηματικά ανάγλυφα και αγάλματα, όπως και χρυσά κοσμήματα (στους τάφους). Επίσης βρέθηκαν πολλά αγγεία που μαρτυρούν έντονη εμπορική κίνηση. Εκτός από τα αρχαιότερα ευρήματα, τμήματα των αρχαίων τειχών και το ιερό της μούσας Κλειώς διασώζονται επίσης τμήματα σπιτιών της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Πολλά ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αμφίπολης.
Το 1953 έγινε στο λόφο Καστά η πρώτη τομή από κατοίκους της περιοχής, εξαιτίας ιχνών λιθοδομής στη κορυφή του.
 Το 1964 άρχισε επίσημα η ανασκαφή, με επικεφαλής τον Δ. Λαζαρίδη, και ανακαλύφθηκε ένα τετράπλευρο οικοδόμημα, με μήκος πλευράς 10 μέτρα και ύψος 5 μέτρα, ενώ με βάση διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη βρέθηκε, από τους Κ. Περιστέρη και Μ. Λεφαντζή, ότι ο Λέοντας της Αμφίπολης βρισκόταν κάποτε στην κορυφή του τύμβου, πάνω στο τετράπλευρο αυτό οικοδόμημα. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν σε μια έκταση 20 στρεμμάτων στο λόφο και εντοπίστηκαν 70 τάφοι. Το 2012 άρχισαν προσπάθειες για να εντοπιστούν τα όρια του τύμβου, και ο περίβολός του εντοπίστηκε 12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια που γίνονταν οι ανασκαφές.Ο ταφικός περίβολος έχει μήκος 497 μέτρα και χρονολογείται γύρω στο 325 – 300 π.Χ. την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είναι φτιαγμένος από μάρμαρο της Θάσου και κατά την εκτίμηση της υπεύθυνης της ανασκαφής πρόκειται για έργο του Δεινοκράτη, της περιόδου 325-300 π.Χ. Οι ανασκαφές βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν είναι ακόμα σίγουρο σε ποιόν ανήκει.