1 Δεκεμβρίου 2014

Προοπτικές και προκλήσεις του Διαχριστιανικού Διαλόγου (του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη)

(ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτης κατά τας εργασίας της Ιεράς Συνόδου του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής)
Η υπόθεση του Διαλόγου και μάλιστα του Διαχριστιανικού είναι εγγενές στοιχείον της υπάρξεως της Αποκαλύψεως του Θεού στο κόσμον. Ο Διάλογος στον χώρον της Εκκλησίας έχει το χαρακτήρα της μαρτυρίας του περιεχομένου της Αποκαλύψεως του Θεού και αναφέρεται στην σωτηρία του κόσμου. Κατά την Ευαγγελική περικοπή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος «ήλθεν εις μαρτυρία, ίνα μαρτυρήση περί του φωτός» (1,7).
Το δεύτερον στοιχείο του Διαλόγου στον χώρον της Εκκλησίας είναι η οικουμενικότητα της διακονίας της, η παγκοσμιότητά της, η ποιμαντική δηλαδή διακονία της Εκκλησίας για τον κάθε άνθρωπον «ερχόμενον εις τον κόσμον.  Ο Ιησούς Χριστός είναι κατά το Ευαγγέλιον του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου «το φώς το Αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον» (1,9).
Η Αλεξανδρινή Εκκλησία διά του Διαλόγου της μαρτυρίας της Θεολογίας της Εκκλησίας μας πρωτοστάτησε και πρόσφερεν τα πάντα εις την ιστορική πορείαν του Χριστιανισμού. Ως γνωστόν, όλα τα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης εγράφησαν πρωτοτύπως εις την αλεξανδρινήν κοινή. Ο Διάλογος εκδηλώθηκε ακόμη στον χώρον της Εκκλησίας και με τη λειτουργία της πρώτης Θεολογικής Σχολής του  Πανταίνου. Στον ίδιο χώρον προστατεύθηκε η αρχέγονος διδασκαλία της Εκκλησίας μας διά την σωτηρίαν του κόσμου. Η αθανασιανή θεολογία του «ομοουσίου» διασώζεται μέχρι σήμερα ως η κοινή ομολογία Πίστεως εις το κείμενον του Συμβόλου της Πίστεως. Η ορατή ενότητα της Εκκλησίας ενισχύετο ακόμη και με την αρχαία ποιμαντική πρακτική της καθιερώσεως εγκυκλίου επιστολής του Αλεξανδρινού Προκαθημένου διά τον κοινό εορτασμό του Πάσχα.
Όταν ο άνθρωπος ζει ερήμην του Θεού, τιμωρεί και τον εαυτόν του και τους γύρω του. Είναι ως να περιπατεί με κλειστούς τους οφθαλμούς μέσα σε σκοτεινούς δρόμους. Μετά τις ωδίνες και τις ταλαιπωρίες που έζησε η Ανθρωπότητα με τους δύο τραγικούς παγκοσμίους πολέμους καταλήξαμε στην αναγκαιότητα της δημιουργίας του Διεθνούς Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για να προστατευθεί η υπόθεση της παγκόσμιας ασφάλειας και ειρήνης μέσα από ειρηνικά μέσα, δηλαδή τον Διάλογον που οι πολιτικοί το λένε «Διπλωματία».
Μέσα στην ίδια προοπτική ο Χριστιανικός κόσμος, με τη συμμετοχή και του
Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, οργάνωσε το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών  (Π.Σ.Ε.) για να συμβάλουν οι απανταχού χριστιανοί εις την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών και στην προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των αδικημένων και πονεμένων ανθρώπων.
Κατά τη δεκαετία του 1960 συνεκλήθησαν εις την Ρόδον Πανορθόδοξες Συναντήσεις, όπου από κοινού οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες αποφάσισαν να ξεκινήσει ο Διαχριστιανικός Θεολογικός Διάλογος μετά των Προχαλκηδονίων, των Ρωμαιοκαθολικών, των Αγγλικανών, των Λουθηρανών και των Παλαιοκαθολικών.
Ταυτόχρονα τονίσθηκε από κοινού από τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες η συμμετοχή των Ορθοδόξων σε κοινές πρωτοβουλίες των Χριστιανών διά την υπόθεση της προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της ασφάλειας και της ειρηνικής συνύπαρξης των Λαών.
Το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, ακολουθώντας τις Διορθόδοξες Αποφάσεις, συμμετέχει σήμερα γόνιμα και δημιουργικά στο Π.Σ.Ε., στο Παναφρικανικό Συμβούλιο των Εκκλησιών, στο Συμβούλιο Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής και στα Εθνικά Συμβούλια Εκκλησιών στα Κράτη- Χώρες των υφιστάμενων Μητροπόλεων και Επισκοπών του Πατριαρχείου μας εις την Αφρικανική Ήπειρον.
Ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ των Ορθοδόξων και των Προχαλκηδονίων ολοκληρώθηκε αναμένοντες πλέον, πρώτον, εκ μέρους της κάθε Τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας την Συνοδική έγκριση των κοινών θεολογικών κειμένων. Δεύτερον, την Πανορθόδοξον απόφαση με τη συμμετοχή των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ο Θεολογικός Διάλογος των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών έχει σοβαρές δυσχέρειες όχι μόνο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, αλλά και μεταξύ των των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και μάλιστα μεταξύ των εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου της Ρωσσίας, που απειλούν και την ορατή Διορθόδοξη ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Όταν η αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου της Ρωσσίας αποχώρησε από τη Διορθόδοξη Επιτροπή του Διαλόγου μετά των Ρωμαιοκαθολικών, λόγω της διαφωνίας τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την κανονική δικαιοδοσία εις την Εσθονίαν, υιοθετήθηκε το γνωστόν κείμενον της Ραβέννης το οποίο Συνοδικώς δεν αποδέχονται τα Πατριαρχεία της Ρωσσίας και της Γεωργίας και φυσικά και το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας που δεν μετέχει του Διαλόγου. Η διένεξη των Αντιπροσωπειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου της Ρωσσίας συνεχίστηκε και στη συνάντηση της Βιέννης το 2010 και πρόσφατα στο Αμμάν της Ιορδανίας τον περασμένον Σεπτέμβριον διά το θεματολόγιο για τη θέση του Επισκόπου της Ρώμης στην Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετίαν.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη σχετικά με τον υφιστάμενον Θεολογικό Διάλογον Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών πρέπει να ακολουθήσωμε τα ακόλουθα βήματα:
1.      Οι επικεφαλείς των Αντιπροσωπειών των Ορθοδόξων Εκκλησιών που δημιουργούν συνεχή προβλήματα στην κοινή προσέγγιση των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών να αποχωρούν και να διορίζονται μη εριστικοί άνθρωποι.
2.      Πρέπει να προηγείται Διορθόδοξη Συνάντηση διά να υπάρχει κοινή συμφωνία μεταξύ των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών διά τα παρουσιαζόμενα  κείμενα και ουχί εις την συνάντηση μετά των Ρωμαιοκαθολικών να αρχίζουν οι διαφωνίες μεταξύ των Ορθοδόξων.
3.      Το κείμενο της Ραβέννης είναι προβληματικό και προκειμένου να προστατευθεί η ορατή Ορθόδοξη ενότητα, πρέπει να ανακληθεί και να αποσυρθεί.
Το κείμενο της Ραβέννης είναι προβληματικό και θεολογικώς από Ορθοδόξου πλευράς διότι χρησιμοποιεί τους κοσμικούς όρους «αυθεντία» και «εξουσία», όροι οι οποίοι αποξενώνονται από το βιβλικό και πατερικό περιεχόμενο της ταπείνωσης και της διακονίας «όστις θέλειν πρώτος εστίν, έσται πάντων διάκονος». Το δογματικόν θεολογικόν θεμέλιον του πρωτείου με αναφορά στους κοσμικούς όρους «αυθεντία» και «εξουσία» είναι προβληματικόν. Με αναφορές στην ενδοτριαδική κατάσταση της υπάρξεως του Θεού γίνεται αναφορά στο πρωτείον του Πατρός στην Αγία Τριάδα για να δικαιολογηθεί και το Πρωτείον στον χώρον της Εκκλησίας με τους όρους «αυθεντία» και «εξουσία». Η θεολογία αυτή, έστω κι αν μερικοί προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως Ορθόδοξη, είναι προβληματική. Η κανονική διοίκηση της Εκκλησίας πρέπει να στηρίζεται στην πρακτική ποιμαντική προσέγγιση των ιερών Βιβλίων της Καινής Διαθήκης και μάλιστα στο βιβλίον των Πράξεων των Αποστόλων και στις ποιμαντικές Επιστολές του Αποστόλου Παύλου και στις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και των Διορθοδόξων Συνάξεων.
Χωρίς σωστή και υπεύθυνη ενημέρωση των Μελών των ιερών Συνόδων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, εκπρόσωποι Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών ως άτομα παγιδεύονται και στηρίζουν τη γραμμή της δήθεν θεολογικής αυθεντίας ενός προσώπου με αποτέλεσμα, όχι μόνο να υπάρχουν συνεχείς διαφωνίες μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, αλλά και μεταξύ των Ορθοδόξων.
Επιπλέον, διά να συνεχισθεί ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών πρέπει να  εξετασθεί και να ξεκαθαρισθεί το θέμα της ουνίας. Ενώ αυτή ήταν βασική προϋπόθεση για την έναρξη του  Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όταν εκ μέρους των Ορθοδόξων την Προεδρίαν ανέλαβε άλλον πρόσωπον, η διορθόδοξ η αυτή ομόφωνος απόφαση ξεχάστηκε και παραπέφθηκε διά το μέλλον. (“ Ειδικώτερον, προκειμένου να προαχθή απροσκόπτως ο Διάλογος ούτος, τυγχάνει απαραίτητον να γίνη συντόμως συζήτησις επί των δυσμενών επιπτώσεων, τας οποίας έχουν εις αυτόν ωρισμένα ακανθώδη θέματα, ως είναι η Ουνία και ο Προσηλυτισμός.
Η ύπαρξις και η συνέχισις του αρνητικού εν τη ζωή των Εκκλησιών ημών γεγονότος της Ουνίας, τόσον υπό τας ιστορικάς αυτής μορφάς, όσον και υπό τας συγχρόνους αυτής ενεργείας, καθώς και ο υπό οιανδήποτε μορφήν ασκούμενος Προσηλυτισμός, είναι πραγματικότητες απαράδεκτοι διά την Ορθοδοξίαν και καθίστανται παράγοντες αρνητικοί διά τον ημέτερον διμερή Διάλογον.
Εν τη προοπτική ταύτη προτείνομεν, όπως το γεγονός τούτο της Ουνίας και ο δι’ αυτής ή και άλλως διενεργούμενος Προσηλυτισμός εξετασθούν ως μία εκκλησιολογική προτεραιότης του Διαλόγου ημών κατά τινα εκ των αμέσως προσεχών φάσεων αυτού.
Ωσαύτως, εν όψει των αρνητικών διά την Ορθοδοξίαν και διά τον Διάλογον αυτής μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ποιμαντικών και άλλων συνεπειών της Ουνίας και του Προσηλυτισμού, προτείνομεν, όπως αναζητηθούν το ταχύτερον δυνατόν οι κατάλληλοι τρόποι εξευρέσεως των απαραιτήτων πρακτικών λύσεων του προβλήματος της Ουνίας, ως και του παραλλήλου προβλήματος του Προσηλυτισμού”. (ομόφωνη απόφαση Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής  Επιτροπής διά την προετοιμασία της Μέλλουσας Μεγάλης και Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Γενεύη, 1986).
Η καλύτερη λύση διά το χαρακτήρα  του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών είναι εις το παρόν στάδιον οι συναντήσεις μας να περιορισθούν στη συνεργασία μας διά την προστασίαν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της καλλιέργειας της θρησκευτικής ανεκτικότητας, την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων, της φτώχειας, της προστασίας των προσφύγων και εκτοπισμένων και μεγάλων ασθενειών όπως ο ιός του Εμπόλα. Αυτό δηλαδή που κάνουν οι Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι όταν συναντούν τον Πάπα της Ρώμης.
Τα δογματικά ανοίγματα μετά των Ρωμαιοκαθολικών δημιουργούν, όχι μόνο χάσματα μεταξύ ημών και αυτών, αλλά και μεταξύ και ημών ανάμεσα στους Ορθοδόξους με απαράδεκτες εκφράσεις που θίγουν ακόμη και την αυτονόητη πίστιν μας ότι δεν υπάρχει χρόνος στην πορεία της Εκκλησίας που να μπορεί να αμφισβητηθεί η ενότητα της, διότι διαφορετικά είναι ως να αμφισβητείται και η πληρότητα της Αποκαλύψεως του Θεού στον χώρον της Εκκλησίας και κατά συνέπεια την Σωτηριολογική Αποστολή της. Κατά συνέπεια όροι όπως «διηρημένη εκκλησία» είναι απαράδεκτοι, έστω κι αν λέγονται από  Πανεπιστημιακούς Καθηγητές Θεολογίας και μάλιστα κληρικούς.
Στο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Αγγλικανών, έστω κι αν δημιουργούνται πολλά εμπόδια στην πορεία του Διαλόγου αυτού λόγω της αυθαιρεσίας των Αγγλικανών να χειροτονούν πρόσωπα τα οποία έχουν κανονικά κωλύματα, επειδή επικεφαλής των Ορθοδόξων στην Προεδρία είναι πρόσωπο σωστό (ο άγιος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ), ο διάλογος αυτός προχωρά εξετάζοντας  τις ποιμαντικές ευθύνες των χριστιανών για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Δημιουργίας του Θεού.
Ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Λουθηρανών εξετάζει τον τρόπο που κατανοούν αυτοί και εμείς το θέμα της χειροτονίας, ως επίσης και το θέμα της χειροτονίας των γυναικών.
Μερικές παρατηρήσεις:
Όταν αναφερόμαστε πλέον στον Διαχριστιανικό Διάλογον πρέπει να συγκεντρωθούμε στη συνεργασία των Χριστιανών για την επικράτηση της Παγκόσμιας ασφάλειας και της ειρηνικής συνυπάρξεως των Λαών, ως επίσης και στην καταστολή της βίας, στην αντιμετώπιση του προβλήματος της φτώχειας, ίσων ευκαιριών μόρφωσης και υγείας και της προστασίας του Περιβάλλοντος.
Δυστυχώς συντηριτικοί κύκλοι, ως οι σύγχρονοι Φαρισσαίοι και Γραμματείς, προπαγανδίζουν επικίνδυνα σε βάρος των Ορθοδόξων οι οποίοι ακολουθούν με υπακοή αποφάσεις Διορθοδόξων αποφάσεων και συναντήσεων με αποτέλεσμα, λόγω ελλείψεως σωστής διαφώτισης, να κατηγορούνται οι Ορθόδοξοι αυτοί εκπρόσωποι ως οικουμενιστές κι ως προδότες της Ορθοδόξου πίστεως. Στη περίπτωση μάλιστα του δικού μας Πατριαρχείου, μερικές φορές, υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις και εις την στήριξη του Ιεραποστολικού μας έργου εις την Αφρικανική Ήπειρον. Η κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να δίνει λύσεις διά της Τοπικής της Συνόδου και να μη επιτρέπουν να βρίζοναι δημόσια με ασέβεια ακόμη και οι Προκαθήμενοι μας.
Σχετικά με τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε., στο Παναφριακανικό Συμβούλιο των Εκκλησιών, στο Συμβούλιο των Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής, στα Εθνικά Συμβούλια των Εκκλησιών, πρέπει να κινηθούμε πάλι μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας των Θρησκευτικών μας Αρχηγών και των χριστιανών για τη συμβολή μας στην ενίσχυση της Ειρήνης και της παγκόσμιας ασφάλειας και της συνεργασίας μας μετά των Διεθνών οργανισμών και τοπικών Κυβερνήσεων.
Tελειώνοντας, θα ήθελα όλως ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω ευγνωμώνως τον Μακαριώτατον Αλεξανδρινόν Προκαθήμενον κ. Θεόδωρον Β’ διά την εμπιστοσύνη του στο ταπεινόν μου πρόσωπο να εκπροσωπώ τον ίδιον και το σεπτόν Πατριαρχείο μας μετά εκλεκτών Αδελφών εις τας σημαντικάς αυτάς εκπροσωπήσεις.
Είναι πολύ σημαντικό να τονισθεί ότι όσοι εκπροσωπούμε τον Αλεξανδρινόν Προκαθήμενον και το Πατριαρχείο μας να υποβάλλουμε αναλυτική έκθεση στον Προκαθήμενον μας διά να ενημερώνεται ο ίδιος υπεύθυνα για να μπορεί κι ο ίδιος υπεύθυνα να ενημερώνει σωστά διά τα τεκταινώμενα το Σώμα της Ιεραρχίας και το ευσεβές πλήρωμά μας.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό  επίσης ο εκάστοτε εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συνεργάζεται μετά των Ορθοδόξων Αντιπροσωπειών διά τον ορισμόν του χρόνου και της θεματολογίας των Διορθόδοξων Επιτροπών.
Παρατήρηση: Το περιεχόμενο της ομιλίας μου εκφράζει τις προσωπικές μου απόψεις. H Ιερά Σύνοδος του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας  και πάσης Αφρικής, με πρόταση του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου Β’ αποφάσισε ομόφωνα την συνέχεια και την στήριξη των Διαχριστιανικών Διαλόγων σύμφωνα με τις Διορθόδοξες ομόφωνες αποφάσεις.