11 Ιουνίου 2016

ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΗΡΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ.κ. Βαρθολομαίου, του ζιμπάμπουε σεραφείμ κυκκώτη

ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΗΡΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ
Του Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη*******
Επί τη ευκαιρία των Σεπτών ονομαστηρίων της Α.Π. του Οικουμενικού ημών Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ενώνουμε τις προσευχές μας μαζί με τους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών με τη φωνή της Θείας Λειτουργίας του Ιερού Κλήρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου «εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του Αρχιεπισκόπου και Πατριάρχου ημών Βαρθολομαίου ον χάρισαι ταις αγίαις σου Εκκλησίαις εν ειρήνη, σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της σης αληθείας» (Λειτουργία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Προκατόχου του Οικουμενικού και Προέδρου της Β’ Οικουμενικής Συνόδου). Μαζί με τα Σεπτά του ονομαστήρια ο Οικουμενικός μας εορτάζει και τα εικοσιπέντε έτη σεπτής Πατριαρχίας του. Για όσους όμως τον γνωρίζουν έστω και ολίγον, αντί να αγάλλεται η ψυχή του,  θλίβεται βαθύτατα διότι μερικοί εν Χριστώ Άγιοι Αδελφοί του εκ των Προκαθημένων τον ποτίζουν με το ποτήριον εκείνο διά το οποίον ο Ιησούς Χριστός ολίγον προ της Σταυρώσεως του εβίωσε  εις το όρος των ελαιών «θείς τα γόνατα προσηύχετο, λέγων,  Πάτερ, ή βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού, πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γενέσθαι» (Ιωάν. 22, 42β-43α).
Αν είναι λοιπόν το Θέλημα του Θεού η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θα πραγματοποιηθεί. Άλλωστε η Εκκλησιαστική Ιστορία μαρτυρεί ότι ουδέποτε εις το παρελθόν  κάποια σημαντική Σύνοδος είτε Οικουμενική είτε Τοπική δεν είχε ως συνέπεια να διαφανούν και ποιοι αντιμάχονται την Εκκλησία, τους οποίους η Εκκλησιαστική Ιστορία κατατάσσει εις τους αιρετικούς και τους σχισματικούς.
Πως θα ευχηθούν εις τον Οικουμενικό εκείνοι οι Προκαθήμενοι που δεν σέβονται ούτε την υπογραφή τους, ούτε τους κόπους όλων των προκατόχων τους και εκπροσώπων των Εκκλησιών τους που εργάσθηκαν με τόσους κόπους και θυσίες για περισσότερο από μισό αιώνα.
Ο Οικουμενικός δεν στενοχωριέται  για τον εαυτό του,  είναι ένας πολύ πιστός,  ταπεινός και απλός  άνθρωπος, στενοχωριέται για τα λαβώματα και τις μαχαιριές  που δέχεται το άγιο σώμα της  ορατής ενότητας της Ορθοδοξίας που προέρχονται όχι από τους πολέμιους της αλλά από εκείνους που η πρόνοια του Θεού έταξε να την προστατεύουν. Ισχύει και εδώ ότι πρώτοι μας στενοχωρούν αυτοί που είναι πολύ πλησίον μας, όπως είναι μερικοί εκ των αγίων Αδελφών μας.
Ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης εχειροτονήθει κληρικός το 1961 όταν έγινε το θαύμα στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας να ξεκινήσει για πρώτη φορά στη Ρόδο τις εργασίες της η Α’ Πανορθόδοξος Διάσκεψη που οδήγησε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Γι’ αυτό η Πανορθόδοξος  Σύνοδος έχει περισσότερο αυτό τον χαρακτήρα να γίνει μια αρχή για τη συνάντηση των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, να προσευχηθούμε μαζί και να παρακαλέσουμε τον Παράκλητον, το  Άγιο Πνεύμα να μας οδηγήσει εις πάσαν την Αλήθειαν.
Οι λόγοι  που προβάλλουν οι Εκκλησίες εκείνες που δεν θα συμμετέχουν στην  Αγία και Μεγάλη Σύνοδο μας θυμίζουν την άρνηση όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Πατριαρχική Εγκύκλιο του μακαριστού Ρώσου Πατριάρχη κυρού Αλεξίου το 1947, όπου καλούσε τους Ορθόδοξους Προκαθημένους στη Μόσχα για να μετέχουν Πανορθοδόξου Συνεδρίου με τα ακόλουθα θέματα
1.       Σχέση του Βατικανού προς την Ορθοδοξία κατά τα τελευταία τριάκοντα έτη
2.       Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις
3.       Η δυνατότης της αναγνωρίσεως των Αγγλικανικών χειροτονιών υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας
4.       Η Αρμενογρηγοριανή Εκκλησία, η Συροϊακωβιτική Εκκλησία, η Αιθιοπική Εκκλησία, η Συροχαλδαϊκή Εκκλησία και σχέσις αυτών προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
5.       Κανονικά ζητήματα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, περί του Ρωσικού σχίσματος, περί του ημερολογίου, περί παραδοχής των εκπεσόντων κληρικών και άλλα.

      Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος εκφράζοντας την κανονική τάξη των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών απάντησε στον Προκαθήμενον της Ρωσικής Εκκλησίας τονίζοντας του ότι «λυπούμεθα, ότι συμφώνως τη κανονική τάξει, δηλούμεν, ότι δεν αποδεχόμεθα την γενομένην πρόσκλησιν εις Πανορθόδοξον Συνέδριον. Τοιαύτην αρμοδιότητα έχει μόνον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, ως Πρώτον εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία» (Περιοδικό Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 3, σελ. 150, Λευκωσία, 1951).
 Παρομοία ήταν κι η στάση κι άλλων Ορθοδόξων Προκαθημένων. (Βλέπε περισσότερα το βιβλίο. Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα, 2005 σελ. 65).

Αν λοιπόν ιστορικά, εκκλησιαστικά και κανονικά ορθώς έπραξαν οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες στη πρωτοβουλία των Ρώσων το 1947, στο θέμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι ακριβώς το αντίθετο για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, γι’ αυτό και ουδεμία δικαιολογία ευσταθεί για εκείνες τις Εκκλησίες που δεν θα συμμετέχουν.
Πρώτον, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θα γίνει μετά από πολύχρονες προετοιμασίες με τη συμμετοχή όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δεύτερον, ορίσθηκε η ημερομηνία και ο τόπος και η θεματολογία με τη συμμετοχή όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών
Τρίτον, συγκαλείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο που έχει και την κανονική εκκλησιαστική τάξη και ποιμαντική ευθύνη για τη πρωτοβουλία αυτή ως Μητέρα Εκκλησία, της οποίας ο Προκαθήμενος έχει και την κανονική ευθύνη της Προεδρίας μιας τέτοιας Συνόδου.
Τέταρτον, η συμμετοχή των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών σημαίνει ότι ουδεμία απόφαση θα παρθεί για οποιονδήποτε θέμα χωρίς τη ομοφωνία όλων, κατά συνέπεια οι λόγοι που προβάλλονται για το θεματολόγιο είναι μάλλον εκ του πονηρού. Η διαφωνία σε ένα θέμα θα παραπέμπεται στις εργασίες της επόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μέχρι το Άγιο Πνεύμα να φωτίσει τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες να έχουν ομοφωνία.  Σε ορισμένα θέματα που δεν άπτονται της πίστεως και αφορούν ηθικά και κοινωνικά θέματα, και υπάρχει διαφορετική προσέγγιση, θα καταλήξουμε στην εμπιστοσύνη που πρέπει να δείξουμε σε κάθε Τοπική Εκκλησία να υιοθετήσει τις δικές της θέσεις με κριτήριο την ποιμαντική και σωτηριολογική της αποστολή στη τοπική κοινωνία, όπως σε θέματα Γάμου και Νηστείας, όπως πράξαμε και στο παρελθόν, με την Αποστολική Σύνοδο για τα θέματα καθαρών και ακαθάρτων τροφών ή της περιτομής των Ιουδαίων (τα ιουδαικά έθιμα δηλαδή αν θέλουν να τα τηρούν οι νεοφώτιστοι χριστιανοί που προέρχονται από τους Ιουδαίους χωρίς να τα επιβάλλομε και σε όσους γίνονται χριστιανοί και δεν προέρχονται από Ιουδαίους), ή ακόμη όπως έγινε το 1923 με το Πανορθόδοξο Συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη για το θέμα του Ημερολογίου, όπου αποφασίσθηκε η κάθε Τοπική Εκκλησία διά του αρμοδίου Συνοδικού Οργάνου της να αποφασίσει και για το Ημερολόγιο που θα ακολουθούσε.

ΠΟΙΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΕΜΒΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΌΛΩΝ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ

Πρώτον, ήδη οι Προκαθήμενοι των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που θα συμμετέχουν κάνουν εκκλήσεις στους Αδελφούς τους να ακολουθήσουν το δικό τους παράδειγμα για να προστατευθεί η ορατή ενότητα της Ορθοδοξίας.
Δεύτερον, ο Οικουμενικός δεν πρέπει να σταματήσει ούτε και την υστάτη με τη  βοήθεια του Θεού να πείσει τους Αδελφούς του Προκαθημένους που εδήλωσαν ότι δεν θα συμμετέχουν να καλέσουν έκτακτη Σύνοδο Ιεραρχίας για τη συμμετοχή των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών τους.
Τρίτον, ο ρόλος της Ρωσικής Εκκλησίας και μάλιστα του Προκαθημένου της Αγιωτάτου Πατριάρχου κ.κ. Κυρίλλου είναι πλέον καταλυτικός, όχι μόνο για να προστατευθεί η ορατή ενότητα της Ορθοδοξίας, αλλά για να διαψεύσει και τις οποιεσδήποτε ήδη πολυάριθμες δημοσιεύσεις σε διάφορα έντυπα ότι τη μη συμμετοχή Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών την οργανώνει με επιμονή το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Τέταρτον, δεν πρέπει να ξεχνούμε το ρόλο της Πολιτικής εξουσίας στην θετική βοήθεια που πρόσφεραν για τις Μεγάλες Συνόδους στη ζωή της Εκκλησίας, περισσότερο στην οργάνωση και στη στήριξη και όχι στις εργασίες των Συνόδων, η οποία ήταν πάντοτε θεολογική υπόθεση των αγίων Αρχιερέων που συμμετείχαν. Γι’ αυτό το σκοπό οι Πολιτικοί Ηγέτες των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών οφείλουν, έστω και με παράκληση των Προκαθημένων των Εκκλησιών τους, να επικοινωνήσουν επειγόντως με τους Πολιτικούς Ηγέτες των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που δεν έχουν κατανοήσει ακόμη το ιστορικό ρίσκο στην ορατή ενότητα του Σώματος της Ορθοδοξίας για να  ενθαρρύνουν τους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών τους και την Ιεραρχία τους να συμμετέχουν. Οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες που δεν θα συμμετέχουν δεν θα βλάψουν μόνο την ορατή ενότητα της Ορθοδοξίας αλλά πρώτιστα τους Λαούς τους με την απομόνωση και την απώλεια κάθε είδους εμπιστοσύνης και σεβασμού. Δεν μπορούμε να έχουμε άριστες σχέσεις με αρχηγούς άλλων θρησκειών και αρχηγούς μη Χριστιανών και από την άλλη να μη έχουμε καλές σχέσεις αγάπης και συνεργασίας με τους αδελφούς μας.
Πέμπτο, για πολλά χρόνια τώρα λειτουργεί με πολύ αξιόλογο έργο για τη συνεργασία και τη συναδέλφωση των Ορθόδοξων Λαών η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας.  Και πολύς χρόνος και μεγάλο οικονομικό κόστος έχει διατεθεί για τη λειτουργία της. Πρέπει να πρωτοστατήσει κάνοντας έκκληση για τη συμμετοχή όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Για να πραγματοποιηθούν οι αντικειμενικοί της σκοποί για τη συνεργασία και την αδελφοσύνη των Ορθόδοξων Λαών πρέπει να συμβάλει και για τη συνεργασία και την αδελφοσύνη των Προκαθημένων μας και όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η συμμετοχή όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την Πανορθόδοξον θα συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή. Μια σημαντική πρωτοβουλία και πρόταση της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης, έστω και την ύστατη τούτη στιγμή είναι να καλέσουν επίσημα τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας κ. Πούτιν να μεσολαβήσει προς την κατεύθυνση αυτή.

Σύμφωνα με το όλο πρόγραμμα των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Ιεράς Συνόδου, το Σάββατο, που είναι και το Ψυχοσάββατο, θα τελέσει Πατριαρχική Θεία Λειτουργία ο μόνος Προκαθήμενος που συμμετέχει στην Σύνοδο και κατάγεται από τη Κρήτη, η Α.Θ.Μ. ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρος Β’ για να προσευχηθούμε όλοι μας σε όλους εκείνους που εργάσθηκαν με πολλούς κόπους και θυσίες για δεκαετίες για να φθάσουμε στο θαύμα της πρώτης συνεδρίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ταυτόχρονα, ο Αλεξανδρινός Προκαθήμενος, ως Κρητικός, θα καλωσορίσει στη πατρώα αποστολική γη που πέρασε ο Απόστολος Παύλος και διακόνησαν οι Απόστολοι Τίτος και Τιμόθεος, όλους τους Αδελφούς του Προκαθήμενους και τις συνοδείες τους. Πόση όμως θλίψιν θα ζήσει μέσα από τη χαρά της Πεντηκοστής όταν δεν αντικρύσει ενώπιον του τα άγια Πρόσωπα των Αδελφών του Προκαθημένων που θα απουσιάζουν; «Ο Θεός αγάπη εστίν κι ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α’ Ιωαν.4,16β). Και μόνο από αυτό το μεγαλείο της αγάπης οφείλουμε όλοι μας να συμμετέχουμε εις τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, κι όπως είπε και ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ρουμανίας κ.κ. Δανιήλ, ο οποίος είναι και κορυφαίος Θεολόγος της εποχής μας, όσοι δεν θα βρεθούμε εκεί στην μεγάλη ιστορική εκκλησιαστική πορεία της Ορθοδοξίας, μπορούμε να συμμετέχουμε με τις προσευχές μας για την επιτυχία της για ότι κάνουμε και ό,τι πούμε νάναι φωτισμός του Αγίου Πνεύματος και επιβεβαίωση όσων οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και οι άγιοι μας κήρυξαν  ανά τους αιώνες.
Αυτό είναι και το καλύτερο δώρον για τα σεπτά ονομαστήρια του Παναγιωτάτου Οικουμενικού μας Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου και για την επέτειο της εικοσιπενταετίας της Σεπτής Πατριαρχίας του.

Τελιώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω και ένα αξιόλογο κείμενο του μακαριστού γνωστού Καθηγητού μας Σάββα Αγουρίδη, που δημοσίευσε το 1964 στην Καθημερινή ως κριτική για τις εργασίες της Γ’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως στην Ρόδο που επισημαίνει τον κίνδυνο σχίσματος στη χώρο της Ορθοδοξίας με τη δημιουργία σχισματικών Ορθόδοξων Εκκλησιών που θα ηγείται η Ρωσία, αλλά και τη σοβαρότητα της προετοιμασίας των θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και ιδιαίτερα τα προβλήματα που δημιουργούν μερικές φορές οι εκπρόσωποι των Προκαθημένων.

Κριτική στις εργασίες της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως Ρόδου
   Για να καταλάβουμε το πνεύμα μέσα στο οποίο εγίνοντο οι εργασίες της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου το 1964, αλλά και την αντίδραση του θεολογικού κόσμου και της κοινής γνώμης, ως επίσης και την στάση της Ρωσικής Εκκλησίας και την προσέγγιση των Ελληνόφωνων Εκκλησιών και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αξίζει να παραθέσουμε μια κριτική προσέγγιση του γνωστού καθηγητού Σάββα Αγουρίδου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή»[1] με τίτλο «Η Πανορθόδοξος και ο Διάλογος». Ο κ. Καθηγητής λοιπόν αναφέρει ότι «έληξαν αι εργασίαι της Γ΄ Πανορθοδόξου Συνελεύσεως της Ρόδου χωρίς να αποφασισθή τίποτε θετικόν ως προς τον διάλογον με την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν. Αντιθέτως, ηπειλήθη αυτή αύτη η ενότης του ορθοδόξου μετώπου διά της δημιουργίας εντός της συνελεύσεως δύο παρατάξεων, της των ελληνοφώνων αφ’ ενός και της των ανατολικοευρωπαϊκών Ορθοδόξων Εκκλησιών αφ’ ατέρου.
   Ο μέσος πολίτης της χώρας μας δεν αποκρύπτει την απογοήτευσιν του όχι τόσον διά την αποτυχίαν της διασκέψεως – πολλάκις αι διασκέψεις αποτυγχάνουν και συνέρχονται κάποτε άλλοτε υπό καλύτερους οιωνούς, - όσον διά την προσπάθειαν αποκρύψεως του τί ακριβώς συνέβη. Εις την Ελλάδα εδημιουργήθη ζωηρόν ενδιαφέρον διά την διάσκεψιν, και αι ερωτήσεις των ανθρώπων καθημερινώς περί των συμβάντων εν Ρόδω έρχονται βροχηδόν.
   Ενώ υπάρχει μία διάχυτος ανησυχία διά την έκβασιν της διασκέψεως, ωρισμένοι παράγοντες, επίσημοι και ανεπίσημοι, έσπευσαν να εκφράσουν την ικανοποίησιν των διά τα επιτεύγματα της. Προφανώς δε ως τοιούτον ικανοποιητικόν επίτευγμα θα νοήται η αποτυχία καθορισμού ημερομηνίας ενάρξεως του διαλόγου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.  Διότι απ’ εδώ κι εμπρός έχομεν να αντιμετωπί-σωμεν προβλήματα σοβαρά σχετιζόμενα είτε προς τα εσωτερικά μας είτε προς τας Ορθοδόξους σχέσεις. Αι προηγούμεναι συνελεύσεις της Ρόδου έδειξαν τα προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όχι τόσον καθαρά, ώστε να γίνουν αντιληπτά και παρ’ ημίν. Η τελευταία Γ’ Συνέλευσις τα παρουσίασε πεντακάθαρα. Είναι δε τοιαύτης φύσεως, ώστε πρέπει να προκαλούν τον φόβον και την φροντίδα όλων μας. Αι ελληνικαί Εκκλησίαι της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου πρέπει πρώτον να λύσουν τα ποικίλα εσωτερικά των προβλήματα, να ανεβάσουν κάπως το επίπεδον του κλήρου των, να δώσουν κάποιαν οικουμενικήν αγωγήν εις τον λαόν των, και μετά θα έλθη η σειρά του διαλόγου. Το τεστ του διαλόγου μας έκαμε δυστυχώς αρκετά γνωστούς στο εξωτερικόν. Εκεί δεν περιμένει κανείς  πλέον τίποτα από ημάς. Ας αισθανθώμεν βαθείαν ικανοποίησιν, διότι απεδείχθημεν τελείως ανέτοιμοι διά τας περιστάσεις. Αυτή η υπόθεσις του διαλόγου έκαμε να έλθουν εις φως πολλά πράγματα. Το σοβαρώτερον όμως όλων είναι ότι έθεσεν επί τάπητος το θέμα των σχέσεων μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και του οργάνου συντονισμού των ενεργειών των. Εάν είχαμεν ηγεσίαν, το θέμα αυτό δεν θα ετίθετο κατά τόσον δραματικόν τρόπον, εις τα πλαίσια μιας διασκέψεως της ενιαίας Ορθοδοξίας, έτσι ώστε να γίνωμεν θέατρον εις τα όμματα όλου του κόσμου. Διότι όλαι αι ενέργειαι μας χαρακτηρίζονται κατά το πλείστον από έλλειψιν επαρκούς μελέτης των θεμάτων, από προχειρότητα. Θα ήτο κανείς πολύ αφελής, αν επίστευε ότι η συνέλευσις εδιχάσθη, διότι επρόκειτο περί του διαλόγου με την Ρώμην. Δεν θα παρέλθη πολύς χρόνος και θα διαπιστώσουν και οι πλέον δύσπιστοι ότι η Ρωσική Εκκλησία θα κάμη έναρξιν ιδικού της διαλόγου με την Ρώμην. Τα αυτά ακριβώς θα συνέβαιναν δι’ οιονδήποτε θέμα, εφ’ όσον ταύτα θα συνεπήγοντο ενιαίαν δράσιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ούτε απέκρυψαν ποτέ οι Ρώσοι τας προθέσεις των. Αν δεν τας αντελήφθημεν, το λάθος ήτο ιδικόν μας. Δύο πράγματα δεν έχομεν ακόμη αντιληφθή, α. ότι η θέσις της Εκκλησίας εντός της Ρωσίας έχει μεταβληθή μετά τον πόλεμον….Την ανεξαρτησίαν προτιμά η Ρωσική Εκκλησία βάσει μελέτης της όλης καταστάσεως εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. β. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής διά το μέχρι τούδε μονοπώλιον και διά την μέχρι προχθές αδιαμφισβή-τητον ελληνικήν ηγεσίαν εις τας διεκκλησιαστικάς σχέσεις είναι προφανές. Ούτε οι Ρώσοι αποκρύπτουν το πώς αισθάνονται επί του προκειμένου. Όπου τους συνα-ντήσει κανείς, εντός ή εκτός της Ρωσίας, μόλις αποκτήσουν κάποιαν εμπιστο-σύνην, διατυπώνουν με επιφυλακτικότητα αλλά αρκετά σαφώς την στενοχώριαν των διά τον τρόπον, καθ’ ον χειρίζεται τα ορθόδοξα και διεκκλησιαστικά θέματα το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Επί τίνος εικόνος περί ημών στηρίζουν οι Ρώσοι την πολιτικήν των περί ανεξαρτήτου δράσεως των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών; Πιστεύομεν ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της εικόνος αυτής είναι δύο, από το εν μέρος έχομεν ένα Οικουμενικόν Πατριάρχην ζωντανόν, ο οποίος, ορθώς σκεπτόμενος, θέλει να καταστήση το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κέντρον της Ορθοδοξίας. Εις αυτήν την αποστολήν βλέπει πολύ σωστά τον τρόπον επιβιώσεως του παναρχαίου και πανσέπτου τούτου κέντρου της Ορθοδοξίας. Το δυστύχημα είναι, καθώς φαίνεται, ότι ο Παναγιώτατος διαπνέεται από ρομαντικάς αντιλήψεις περί ενός τύπου Βατικανού της Ανατολής, όθεν και η σύγκρουσις της Κωνσταντινουπόλεως με  όλας σχεδόν τας Ορθοδόξους Εκκλησίας. Δεν υπάρχει συντονιστικός μηχανισμός προετοιμασίας των διαφόρων θεμάτων. Αποτελεί δόξαν του Παναγιωτάτου κυρίου Αθηναγόρα η σύγκλησις των Πανορθοδόξων Διασκέψεων της Ρόδου. Ο τρόπος όμως καθ’ ον οργανούνται αι διασκέψεις αυταί δίδει την εντύπωσιν εις τους εξ Ελλάδος και τους εκ της αλλοδαπής αντιπροσώπους, ότι καλούνται διά να επικυρώσουν τας αποφάσεις των διαφόρων επιτροπών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως- Αθηνών, ιδίως κατά την τελευταίαν τριετίαν, και εννοούμεν πλήρως περί τίνος πρόκειται. Χρειάζεται να είπη κανείς περισσότερα, διά να αναλύση το πώς πρέπει να αισθάνονται αι Σλαβικαί Εκκλησίαι, όταν η Ελληνική Εκκλησία  αντιδρά εις τον τρόπον των ενεργειών του Πατριάρχου καθ’ ον τρόπον αντιδρά; Εκείνο που είναι, πράγματι, εκπληκτικόν είναι ότι αι Εκκλησίαι αυταί εξακολουθούν να δεικνύουν τόσον ειλικρινή σεβασμόν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, και προς το πρόσωπον του Πατριάρχου, εκτιμώσαι, προφανώς, την συμβολήν αμφοτέρων εις την έξοδον της Ορθοδοξίας εκ της παραδεδομένης απομονώσεως της…….Ένα προβάλλει κατ’ εξοχήν το αίτημα εκ των αποτελεσμάτων της Γ΄ Πανορθοδόξου Συσκέψεως της Ρόδου, η παρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου δημιουργία διορθοδόξων επιτροπών δι’ όλα τα ζητήματα των διορθοδόξων και διεκκλησιαστικών σχέσεων. Δεν υπάρχει άλλη οδός διά την διατήρησιν της ενότητος της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου» (Σάββα Αγουρίδου, Εξαγοραζόμενοι το καιρόν, σελ. 91 – 96, Θεσσαλονίκη, 1965).